- πέδικλο, το
- πέδικλο, το και πε(ρ)δούκλι, το και πε(ρ)δούκλα, η1. κατασκευή από μέταλλο, ξύλο ή σκοινί που προσαρμόζεται στα δύο μπροστινά πόδια του ζώου, για να μην απομακρύνεται από ορισμένη περιοχή, αλλιώς μπουκαγιά.2. τρίχινο σκοινί που προσαρμόζεται στα δύο πόδια της μιας ή και των δύο πλευρών αλόγων για να συνηθίσουν σε ορισμένο βηματισμό, αλλιώς κιοστέκι, το.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.